- ὑπερέχων
- ὑπερέχωhold overpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… … Dictionary of Greek
υπερέχω — ὑπερέχω ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπειρέχω Α είμαι ανώτερος ή υψηλότερος, υπερτερώ (α. «υπερέχει σε εργατικότητα» β. «ὦ βροτῶν πάντων ὑπερεχὼν ὄλβου εὐτυχεῑ πότμῳ», Αισχύλ.) αρχ. 1. κρατώ κάτι ψηλά 2. στρ. κυκλώνω 3. περνώ πάνω από έναν τόπο 4. μπορώ να… … Dictionary of Greek
υπερεχόντως — ΜΑ επίρρ. κατ εξοχήν, κυρίως μσν. με εξαιρετικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερέχων, οντος, μτχ. τού ρ. ὑπερέχω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
ԳԵՐԱԶԱՆՑ — ( ) NBH 1 0543 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 9c, 10c, 12c, 13c ա. ὐπερέχων, διάφορος excellens, praestans, eximius Գեր ʼի վեր զանցեալ. բարձրագոյն. վերագոյն. գերագոյն. վեհագոյն. վսեմագոյն, առաւելեալ. ʼի վեր քան. *Խոշոր (ասի), վասն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅԱՂԹԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 2 0315 Chronological Sequence: 6c ա. ὐπερέχων excellens, eminens, superans, altior. Առաւել յաղթ. զօրագոյն եւ բարձրագոյն. վերագոյն. գերազանց. *Յաղթագոյն եւ ուժգնագոյն իւր կողմն էր բազմութեամբ եւ զօրութեամբ. Փիլ. իմաստն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՎԵՐԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 2 0803 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 9c, 10c, 11c, 12c ա. ἁνώτερος, ὐπέρτερος, ὐπερέχων superior. Որ ʼի վեր է եւ առաւելեալ քան զայլս. վերնագոյն. բարձրագոյն. վեհագոյն. գերագոյն. գերազանց. զօրագոյն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)